- δακτυλοδεικτώ
- (ε) μετ.1) прям. , перен. показывать пальцем (на кого-что-л.); 2) ставить в пример;
δακτυλοδεικτουμαι — прославиться, пользоваться хорошей или дурной славой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δακτυλοδεικτουμαι — прославиться, пользоваться хорошей или дурной славой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δακτυλοδεικτώ — (AM δακτυλοδεικτῶ, έω) δείχνω με το δάχτυλο νεοελλ. 1. προβάλλω ως παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή 2. (μτχ. παθ. ενεστ.) δακτυλοδεικτούμενος, η, ο όποιος επισύρει την προσοχή για κάποιον καλό ή κακό λόγο αρχ. δείχνω, συμβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
δακτυλοδεικτώ — φέρνω κάποιον ως παράδειγμα. Χρησιμοποιείται κυρίως η μετοχή δακτυλοδεικτούμενος άνθρωπος παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή: Ο γιος του είναι ένας δακτυλοδεικτούμενος εγκληματίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλίζω — (AM) [δάκτυλος] μσν. παθ. δακτυλίζομαι γίνομαι δάκτυλος («ἵνα δακτυλισθῆ ό τρίβραχυς πούς» για να μετατραπεί ο τρίβραχυς σε δάκτυλο) αρχ. δακτυλίζω δακτυλοδεικτώ … Dictionary of Greek
καταδακτυλίζω — (Α) (για παιδεραστές) βάζω το μεσαίο δάχτυλο στον πρωκτό κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δακτυλίζω «δακτυλοδεικτώ» (< δάκτυλος)] … Dictionary of Greek